- εφαρμοστής
- ο [εφαρμόζω]1. αυτός που κάνει εφαρμογές2. τεχνίτης ειδικός στη συναρμολόγηση («μοντάρισμα») και τοποθέτηση μηχανών, συναρμολογητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Θεόκλητο Φαρμακίδη].
Dictionary of Greek. 2013.